Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2007

ΓΑΤΙΣΙΑ ΖΩΗ (2)

Όλο τη λέξη "διακοπές" ακούω τελευταία. Ελπίζω να μην αναφέρονται στο φαγητό μου. Πάντως είναι σίγουρα κάτι βιαστικό και ίσως κακό. Κι αυτό γιατί έβλεπα τον Πι και τη Σ. να τρέχουν δεξιά αριστερά σαν τρελοί αδειάζοντας τις ντουλάπες από ρούχα. Τελικά τους έχασα και δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το που βρίσκονται. Μάλιστα με κλείδωσαν απ' έξω. Συνήθως βέβαια κάποιος κλειδώνεται μέσα, αλλά με τους ανθρώπους τα πράγματα μπερδεύονται. Σκαρφάλωσα κι εγώ στην κληματαριά κι ανέβηκα στο μπαλκόνι να δω τι γίνεται. Τζίφος! Είχαν τραβηγμένες τις κουρτίνες. Εγώ φταίω μετά να θέλω να τις κάνω λωρίδες; Ευτυχώς που υπάρχει και ο Πατέρας (αλήθεια σας λέω, έτσι τον φωνάζει ο Πι). Αυτός είναι ένας ομολογουμένως εύπιστος άνθρωπος, που και στο παραμικρό μου νιαούρισμα σπεύδει να εκπληρώσει τις επιθυμίες μου. Έτσι δε θα μου λείψει το φαγητό. Όσο για τον Πι και τη Σ. ελπίζω αυτές οι "διακοπές" να είναι περαστικές.

Συνεχώς για φαγητό μιλάω, αλλά δε σας κρύβω ότι είναι κάτι που με απασχολεί συχνά. Η Κανέλα με μαλώνει γιατί λέει έχω παχύνει. Δεν το σχολιάζω, όμως βλέπω το καλάθι μου να στενεύει. Κι επειδή απ' όσο ξέρω τα καλάθια δε στενεύουν, υποψιάζομαι ότι η φίλη μου έχει δίκιο. Ίσως πρέπει ν' αρχίσω γυμναστική. Α! τώρα που είπα γυμναστική, τι θυμήθηκα! Δε θα το πιστέψετε, αλλά πριν μερικές μέρες, έτσι στα καλά καθούμενα, ξεφύτρωσε ένα δέντρο μέσα στο σπίτι! Δεν πίστευα στα μάτια μου. Το εξέτασα από κοντά και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι είναι ένα πολύ παράξενο δέντρο. Δεν μυρίζει σαν τα άλλα της γειτονιάς, ούτε μπορώ να ξύσω τα νύχια μου πάνω του. Επιπλέον είδα τη Σ. να βάζει πάνω κάτι χρυσαφένιες μπάλες μεγάλες σα μήλα. Αλλόκοτα πράματα. Έσπασα το κεφάλι μου να καταλάβω τη χρησιμότητά τους. Τελικά το βρήκα. Ήταν για γυμναστική! Σηκώθηκα λοιπόν στα δυο μου πόδια κι άρχισα να τις χτυπάω με τα μπροστινά. Τι πλάκα είχε! Κάπου πήρε το μάτι μου κάποτε δύο ανθρώπους που έκαναν το ίδιο μεταξύ τους, αν κι αυτοί δε φαίνονταν να το διασκεδάζουν το ίδιο. Δυστυχώς ένα από τα "μήλα" αποδείχτηκε ώριμο, ξεκόλλησε από το δέντρο και κύλησε στο πάτωμα. Σκέφτηκα ότι αυτό δε θα άρεσε στη Σ. και το έσπρωξα βιαστικά κάτω από την πολυθρόνα. Εκεί ψάχνουν σπάνια. Εξάλλου τα μήλα πέφτουν από τα δέντρα, δεν πέφτουν;

Μου λείπουν λίγο οι άνθρωποι, μου δίνεται όμως η ευκαιρία να περνώ περισσότερες ώρες με τις άλλες γάτες. Έτσι και χτες το βράδυ πήγα στο γνωστό σημείο, στην πλατεία ντε, δίπλα από τους σκουπιδοτενεκέδες. Εκεί ήταν μαζεμένοι όλοι οι φίλοι μου και έφτασα χοροπηδώντας από τη χαρά μου. Η διάχυτη κατήφεια μου έκοψε τη φόρα. Δεν άργησα να καταλάβω την αιτία της: οι κάδοι των σκουπιδιών ήταν κλειστοί. Ο Πι χαρακτηρίζει ασυνείδητους τους ανθρώπους που αφήνουν σκουπίδια έξω από τους κάδους, αλλά νομίζω ότι καμιά γάτα δε θα συμφωνούσε μαζί του. Να θυμηθώ όταν του περάσουν οι "διακοπές" να του θίξω το θέμα.

Τελοσπάντων, ευκαιρία να σας μιλήσω για τους φίλους μου. Πρώτη και καλύτερη ήταν εκεί η Κανέλα, η καλύτερή μου φίλη, που έχει πολύ μυαλό και που ενσαρκώνει το νιαούρισμα της λογικής. Είχε πιάσει ψιλονιαούρισμα με τη Λεύκω. Όχι πως δε συμπαθώ τη Λεύκω, αλλά είναι πολύ κουτσομπόλα. Δεν υπάρχει τίποτε που να της εκμυστηρευτείς και να μην το ξέρουν σε μισή ώρα και οι σκύλοι! Έχει βέβαια τον τρόπο της με τους ανθρώπους. Όλο βραχνά νιαουρίσματα και τριψίματα στα πόδια τους είναι, για λίγο φαϊ. Φαίνεται θα της έχει μείνει κουσούρι γιατί και με τους αρσενικούς γάτους τα ίδια κάνει. Τώρα τι φαγητό περιμένει από αυτούς, θα σας γελάσω...

Πιο κει στεκόταν κι ο Πειρατής. Τον αποκαλούμε έτσι γιατί έχει μια μαύρη βούλα στο ένα μάτι. Είναι διαρκώς αμίλητος, δεν έχω ακούσει ποτέ το νιαούρισμά του, όμως αυτό δεν πρέπει να σας ξεγελάει. Στην πραγματικότητα σας μισεί εσάς τους ανθρώπους. Τον έχω δει να γκρεμίζει δήθεν τυχαία γλάστρες, να γρατζουνάει τα αυτοκίνητα που παρκάρουν μπροστά στην πλατεία και να γεμίζει ακαθαρσίες το μονίμως κλειστό συντριβάνι. Αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν κάποια στιγμή αποφασίσουν να το θέσουν σε λειτουργία. Ο Πειρατής συνήθως κρύβεται στις γωνιές, μακριά από τα φώτα. Τον ανακαλύπτει όμως εύκολα κανείς από τη μυρωδιά του. Ο Γκρίζος λέει ότι έχει να καθαριστεί από την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης. Δε θυμάμαι να άκουσα για καμιά επανάσταση τον Οκτώβρη που μας πέρασε, μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι η μυρωδιά του Πειρατή υποδηλώνει πολύ πιο μακρόχρονη αποχή από τη στοιχειώδη υγιεινή. Με την Κανέλα έχουμε βάλει στοίχημα για το πότε χρησιμοποίησε για τελευταία φορά τη γλώσσα του (για οποιοδήποτε λόγο).

Δεν έλειπε ούτε ο Ιβάν, ένας κατάμαυρος λιμοκοντόρος, που δε χάνει ευκαιρία να σαλιαρίζει με τα θηλυκά. Με έχει πλησιάσει κι εμένα μια δυο φορές και προσπάθησε να μου μιλήσει στη γλώσσα του σώματος. Θυμούμενη τη συμβουλή της Κανέλας να μιλάω στον καθένα στη γλώσσα που καταλαβαίνει καλύτερα, τον απώθησα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Παρ' ότι η αβρότητά μου αυτή συμπεριλάμβανε επίδειξη ονύχων και ένα παρατεταμένο και ήκιστα φιλικό "χχχχχχ...!", είχε την επιδιωκόμενη αποτελεσματικότητα. Οι συμβουλές των φίλων είναι θησαυρός.
Ο κύριος Ιβάν λοιπόν, και συμπαθάτε με για την έκφραση, είχε διπλαρώσει τη Σου- Εν-Λάι, τη σιαμέζα της γειτονιάς. Ήταν καλοχτενισμένη και μοσχομυριστή όπως πάντα. Έχει κι αυτή ένα σπιτικό όπως κι εγώ, αν κι εκεί- άγνωστο γιατί- τη φωνάζουν Σούλα. Η Λεύκω ισχυρίζεται ότι δεν είναι καθαρόαιμη σιαμέζα, καθότι μόνο η μητέρα της ήταν από την εν λόγω χώρα. Με αυτή τη λογική εγώ είμαι καθαρόαιμη αφού και οι δύο γονείς μου ήταν Έλληνες κεραμιδόγατοι. Αλλά δε μας πειράζει, την αποδεχόμαστε όπως είναι. Εδώ αποδεχόμαστε τη βρώμα του Πειρατή, στο αίμα της Σου-Λα θα κολλήσουμε, που δε μυρίζει κιόλας;

Και φυσικά δεν έλειπε ο Γκρίζος. Είχε μαζέψει τριγύρω του κάτι γατάκια και τους έλεγε για κάποιο κόκκινο βιβλιαράκι του Μιάο. Ακουγόταν ενδιαφέρον και πλησίασα. Αγόρευε ως συνήθως εναντίον των ανθρώπων και έλεγε κάτι για "μέσα παραγωγής", για "σοσιαλιστικό προτσές" και για "κολεκτιβισμό". Τα γατάκια τον κοιτούσαν με τα μάτια γουρλωμένα και υποψιάζομαι ότι καταλάβαιναν όσα καταλαβαίνει και ο Πι όταν του μιλάω εγώ. Κάποια στιγμή με πρόσεξε και άρχισε να λέει για σκλάβους που το μόνο που είχαν να χάσουν ήταν η θηλεία τους, τα δεσμά τους...κάτι τέτοιο τελοσπάντων. Δεν ξέρω αν αναφερόταν στο κολάρο μου, αλλά τώρα πια το συνήθισα. Αφήστε που μ' έχει εγκαταλείψει κι εκείνη η ενοχλητική φαγούρα. Φαίνεται ότι οι σοσιαλιστές αρέσκονται στο ξύσιμο, τι να πω...

Εντάξει, αισθάνομαι πολύ ωραία με τις άλλες γάτες, αλλά να σας πω τη μαύρη αλήθεια, μου αρέσει και στο σπίτι των ανθρώπων. Ο Γκρίζος επιμένει ότι δεν έχω αποκτήσει ακόμα "ταξική συνείδηση". Εγώ πάντως τα' χω καλά με τη συνείδησή μου, που μπορεί να μην είναι ταξική, είναι όμως μια χαρά καθαρή. Τις προάλλες τον εκνεύρισα. Τι να κάνω, είχα απορία. Τον ρώτησα, αν ο καπιταλισμός είναι η εκμετάλλευση της γάτας από τον άνθρωπο, ο σοσιαλισμός που είναι ακριβώς το αντίθετο -σύμφωνα με τα λεγόμενά του-, δε σημαίνει εκμετάλλευση του ανθρώπου από τη γάτα; Γιατί αν είναι έτσι, εμείς στο σπίτι έχουμε σοσιαλισμό στην πράξη. Πολύ τσαντίστηκε.

Παράμερα καθόταν μόνη της η Γριά. Αυτή, να φανταστείτε, έχω ακούσει να λένε ότι είναι πάνω από είκοσι χρονών. Πω, πω! Με πρόχειρους υπολογισμούς πρέπει να με περνάει...πάνω από είκοσι χρόνια! Δε μου έχει δοθεί η ευκαιρία να της μιλήσω. Μια από αυτές τις μέρες θα το κάνω. Ίσως αυτή να θυμάται από πότε έχει να καθαριστεί ο Πειρατής κι έτσι να κερδίσω το στοίχημα.

Όπα! Σα να ακούω βήματα στη σκάλα! Οι "διακοπές" τελικά δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Άντε, καιρός ήταν, πάνε πέντε μέρες που έχουν να με χαϊδέψουν. Δεν προλαβαίνω να προβάρω το βραχνό μου νιαούρισμα, αλλά νομίζω ότι θα τα καταφέρω.
Γεια σας για την ώρα, και μη χανόμαστε, ε;
ΚΙΑΡΑ (ακόμα το ίδιο όνομα...)

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2007

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ, ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ;

Περπατάς σε ένα δρόμο και ξαφνικά δεν είναι ο δρόμος που γνωρίζεις. Κάτι συμβαίνει, έχει πολλά φώτα, πολύχρωμα φώτα. Και χαμόγελα. Γυαλιστερά χαμόγελα σαν το χαρτί περιτυλίγματος. Από παντού ξεπηδά μια θαλπωρή. Μια φιλικότητα ξένη προς την καθημερινότητά σου σε περιτριγυρίζει. Και τότε συνειδητοποιείς ότι πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.

Από την εποχή που η 25η Δεκεμβρίου καθιερώθηκε σαν γιορτή της Χριστιανοσύνης, τη συνδέουμε με ένα γεγονός (τη γέννηση του Χριστού) απροσδιορίστου χρονολογίας. Είναι φυσικά αλήθεια ότι τις μέρες αυτές προ αμνημονεύτων ετών, λόγω του χειμερινού ηλιοστασίου, γιορτάζονταν μια ευρεία γκάμα θεοτήτων που είχαν σχέση με το φως και τη φύση. Το αν η γέννηση του Θεανθρώπου συμπίπτει ή όχι χρονικά, έχει λίγη σημασία. Αυτό που θα έπρεπε να είναι σημαίνον είναι το βαθύτερο νόημα της. Και αυτό που βαραίνει σήμερα για πολλούς είναι δυστυχώς μόνο η γιορτή, αυτή καθ’ εαυτή. Όχι το πνευματικό της μήνυμα ή ο συμβολισμός της, αλλά η ευκαιρία για διασκέδαση.


Συν τοις άλλοις, όλοι ξαφνικά θυμούνται ότι υπάρχει ανθρωπιά, αγάπη, συμπόνια, οικογενειακή θαλπωρή. Είναι άσχημο αυτό; Στο βαθμό που γίνεται εμπορεύσιμο, αμετάκλητα απαντώ, ναι! Το ζητούμενο είναι η γιορτή αυτή να σηματοδοτήσει κάτι πιο μόνιμο, πιο πνευματικό, αποσυνδεόμενη από τα υλιστικά δεσμά της. Αυτό φυσικά απαιτεί να γίνει το όχημα αφενός για την απεξάρτηση από τη μαζική ψυχολογία, αφετέρου για την ενδοσκόπηση την τόσο απαραίτητη για την εκδήλωση της ατομικής αρετής. Της καθημερινής αρετής. Κι αν πρέπει να το πάρω απόφαση ότι τα Χριστούγεννα δε δωρίζουν απλόχερα την ευτυχία, μπορούν ωστόσο να νοικιάσουν λίγη.


Κάτι τέτοια σκέφτομαι τέτοιες μέρες, για να δικαιολογήσω γιατί δε μπόρεσα να τη δω ποτέ σαν ξεχωριστή γιορτή. Ίσως βέβαια να φταίει και το ότι οι γιορτές –και οι συνακόλουθες αργίες- κρύβουν στα σωθικά τους τη μελαγχολία μιας Κυριακής. Ίσως πάλι επειδή καθετί περιοδικό μοιάζει να κουβαλά την ψευδαίσθηση της αιωνιότητας, αλλά κατά βάθος υπόκειται στη φθορά ενός γραμμικού χρόνου. Όπως και να ‘χει οι χριστουγεννιάτικες εικόνες μου δεν είναι παρά θραύσματα μνήμης. Το αν ρέπουν προς την ευτυχία ή τη θλίψη έχει λίγη σημασία. Απομένουν στοργικά τακτοποιημένες στο κελάρι της συνείδησής μου κι αυτό μου παρέχει την ευκαιρία να γίνομαι ερανιστής συναισθημάτων. Αυτό είναι το κέρδος μου. Το ιδιωτικό μου αρχείο στιγμών. Αυτό που κάνει μια γιορτή –ή μια στιγμή- δική μου κι όχι δημόσια. Και κάτι περισσότερο. Την κάνει άυλη, για να μην είναι αναλώσιμη.


Θυμάμαι λοιπόν τους νέους να γελάνε και να χαριεντίζονται πίνοντας ένα κόκκινο ζεστό αλκοολούχο ποτό στην πλατεία του Δημαρχείου της Βιέννης. Θυμάμαι μια γάτα να χασμουριέται δίπλα στο τζάκι. Ένα χαρούμενο καρουζέλ στο Κόβεντ Γκάρντεν. Τα βαρελότα που πετούσαν οι Σεβιλλιάνοι από τα μικρά μπαλκόνια. Έναν βλοσυρό και κρύο καθεδρικό ναό και μια Λειτουργία σε μια γλώσσα άγνωστη. Μια μαριονεττίστα με βαμμένο πρόσωπο στη σφύζουσα πλατεία Βεγκεσλάου. Ξεραμένα φύλλα κοντά στην Κασταλία, που τα μαζεύαμε για το άλμπουμ μας. Έναν ρακένδυτο άντρα πάνω από τη σχάρα εξαερισμού του παριζιάνικου μετρό, δίπλα στο δέντρο με τα αγγελάκια. Ένα επιτραπέζιο παιχνίδι καλά κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι. Το χιόνι να πέφτει από τα κλαδιά του έλατου κάθε φορά που ανοίγαμε τα παντζούρια. Ένα βιτρώ χριστούλη σ’ ένα μαγαζάκι πίσω από την πιάτσα Ναβόνα. Ένα εύθυμο βαλς. Ένα κόκκινο λουλούδι. Ένα παλιό βιολί. Και δυο πρωινά χαμόγελα.

Θυμάμαι όλα όσα απέσπασα από το απαστράπτον παρόν τους και τα στρίμωξα στη σκοτεινιά του παρελθόντος μου. Σαν μικρά κομμάτια ενός παζλ, που δεν ξέρω τι θα δείχνει τελικά, μα που η σύνθεσή του με γεμίζει ευωχία. Μια εικόνα ασχημάτιστη, θολή, όπως όταν μισοκλείνεις τα μάτια κόντρα στα πολύχρωμα φωτάκια, ή πάλι σα να στάζει χρυσόσκονη από το ταβάνι και ν’ αφήνεις λίγη να σου θολώσει την όραση. Δεν το αρνούμαι. Έχω υπάρξει αμετανόητος κλέφτης του χρόνου των Χριστουγέννων.


Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν τελικά τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία για να αγαπάμε, γιατί να μην τα γιορτάζουμε διαρκώς; Γιατί να αναζητάμε μια ημέρα στις τόσες για να απιθώσουμε τη ζεστασιά μας σε κοινή θέα; Γιατί να μην κάνουμε δώρο την ανθρωπιά μας από τη μια αυγή στην άλλη, το ίδιο αθόρυβα σα να αφήναμε ένα μπουμπούκι δίπλα στο μαξιλάρι; Κι αυτή ακόμα τη νοικιασμένη ευτυχία, ας την κάνουμε μοιρασιά. Να ‘χουν όλοι, για να ‘ναι όλη δική μας.



Καλά Χριστούγεννα, όλο το χρόνο.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2007

ΓΑΤΙΣΙΑ ΖΩΗ

Τελικά δεν έχω αποφασίσει ακόμα, είμαι στο ψάξιμο. Μιλάω για το αν είναι καλύτερα να είσαι γάτα ή άνθρωπος. Δεν ξέρω αν άλλοι είχαν το δικαίωμα της επιλογής, αλλά εμένα τουλάχιστον δε με ρώτησε κανείς. Κι έτσι έγινα γάτα. Βέβαια από το να γινόμουν ιπποπόταμος είναι μάλλον καλύτερα. Ποιος θα μου αγόραζε ένα βαρέλι κροκέτες την ημέρα; Και δε συζητώ καν το ενδεχόμενο να γινόμουν ποντίκι. Γάτα είμαι, δεν είμαι ηλίθια.

Δε θέλω να σας σπαράξω την καρδιά, αλλά είμαι ορφανή. Ή τουλάχιστον έχω πολύ καιρό να δω τους γονείς μου. Μια μέρα τα μονίμως ορθωμένα αυτιά μου συνέλαβαν τη φράση "την πέταξαν στο δρόμο". Αυτό έδωσε απάντηση σε πολλά ερωτηματικά, αλλά δεν απάλυνε την αίσθηση της απώλειας. Κατόπιν βέβαια έμαθα πως κάπως έτσι είναι η ζωή των γατιών και λιγουλάκι παρηγορήθηκα. Έμαθα ακόμη τι κουμάσι ήταν ο πατέρας μου και έτσι ίσως ήταν καλύτερα που έμεινα μόνη. Τελοσπάντων, κανένα παρελθόν δεν είναι καλύτερο από ένα ικανοποιητικό παρόν και ένα ευοίωνο μέλλον. Και όσο γι' αυτά, πρώτα ο Θεός, φαίνονται εξασφαλισμένα.

Δε θέλω να σας κουράσω με περιττές λεπτομέρειες, αλλά έχω πια σπίτι, φαγητό, φίλους, φροντίδα και πολύ ελεύθερο χρόνο για διασκέδαση. Αυτοί οι δύο άνθρωποι που με συμμάζεψαν μοιάζουν αρκετά εντάξει, αν κι έχω πάντα το νου μου, γιατί με τους ανθρώπους δεν ξέρεις ποτέ... Εκείνος ο γκρίζος κεραμιδόγατος, που συναντώ καμιά φορά στην πλατεία, δίπλα στον κάδο των σκουπιδιών, και που δεν χάνει ευκαιρία να μπλεχτεί σε καβγάδες, δε χάνει και ευκαιρία να κατηγορεί τους ανθρώπους. Τυράννους τους ανεβάζει, σκαιούς τους κατεβάζει. Βέβαια το λεξιλόγιο του δεν είναι ακριβώς αυτό, όμως η ανατροφή μου δε μου επιτρέπει να είμαι ακριβής. Γιατί δε θυμάμαι αν σας το είπα, είμαι μια γάτα καλλιεργημένη. Σε ένα σπίτι με τόσα βιβλία πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει; Πάντως ο Γκρίζος (δεν ξέρω το πραγματικό του όνομα- δεν το λέει ποτέ), έχει μάλλον άδικο. Σε τελική ανάλυση αν δεν υπήρχαν τα σκουπίδια των ανθρώπων, αυτός με τι θα τρεφόταν;


Προσωπικά δεν έχω παράπονο από τους ανθρώπους που με φροντίζουν. Εντάξει, συνηθίζουν να χρησιμοποιούν τον όρο "αφεντικό", αλλά δε βαριέστε, αφού δεν μπορούν να το εφαρμόσουν κιόλας, μικρό το κακό. Το σημαντικό είναι ότι βρίσκω ζεστασιά, το καθαρό μου καλάθι και τρία (τουλάχιστον) γεύματα την ημέρα με μοναδικό αντάλλαγμα το να τους κάνω μερικές ώρες παρέα και να τους αφήνω να με χαϊδεύουν και να με παρατηρούν όταν παίζω. Εκτιμώ ότι είναι μια συμφέρουσα ανταλλαγή. Μερικές φορές βέβαια καταντούν ενοχλητικοί, όταν ας πούμε, σα γάτα που είμαι θέλω το χρόνο μου να στοχαστώ, κι αυτοί θέλουν παιχνίδια και χαρές. Τι να κάνουμε, τους φίλους τους δέχεσαι με τα ελαττώματά τους. Κάνω τότε την παιχνιδιάρα, κυνηγάω το κουδουνιστό μπαλάκι που μου πετάνε, χώνω το κεφάλι μου κάτω από το χαλί, σηκώνομαι στα δύο πόδια και γενικά επιδίδομαι σε όλων των ειδών τα καραγκιοζιλίκια ή τουλάχιστον αυτά που δείχνουν να τους διασκεδάζουν. Και μη βιαστείτε να με κατακρίνετε γιατί και οι ηθοποιοί την ίδια δουλειά κάνουν για να βγάλουν το ψωμί τους. Και μιας και είπα ψωμί, μετά το σόου κινούμαι προς το καινούριο μου πιατάκι και νιαουρίζω βραχνά υπενθυμίζοντάς τους ότι δεν είναι μόνο το νηστικό αρκούδι που δε χορεύει. Το κόλπο πιάνει σχεδόν πάντα. Τελικά οι άνθρωποι είναι βολικοί αν ξέρεις να τους χειριστείς.


Το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζω με τους ανθρώπους είναι το γλωσσικό. Μιλούν πολύπλοκα και όταν μου απευθύνονται, έχουν ένα γλυκερό ύφος που ενίοτε γίνεται δηκτικό ή διδακτικό. Πόσο με εκνευρίζει αυτό! Αλλά είπαμε, η ανατροφή μου, με εμποδίζει να εκδηλώνω τα συναισθήματα της στιγμής, πράγμα που με το χρόνο διαπιστώνεις ότι σε γλιτώνει από πολλούς μπελάδες. Πάντως καταλαβαίνω τα περισσότερα απ' όσα λένε. Αυτοί πάλι δε δείχνουν να καταλαβαίνουν και πολλά απ' όσα τους λέω εγώ. Αν και τώρα που το σκέφτομαι και μεταξύ τους δε φαίνεται να αλληλοκατανοούνται. Αυτό όμως δεν είναι δικό μου πρόβλημα.

Τόση ώρα σας μιλώ και δε συστήθηκα. Ασυγχώρητο εκ μέρους μου, αν και δε φάνηκε να το προσέξατε. Ε, λοιπόν με λένε Κιάρα. Ούτε αυτό το διάλεξα εγώ και για να είμαι ειλικρινής δε μου αρέσει καθόλου. Μάλιστα, όταν με αποκαλούν έτσι, δε μπαίνω καν στον κόπο να στρέψω το κεφάλι μου. Ελπίζω κάποια στιγμή να τους αποθαρρύνω, αν και τα εναλλακτικά "Ψιψίνα", "Μωρή", "Μη" και "Ρουφιάνα" επίσης δε με ενθουσιάζουν. Ο αρσενικός του σπιτιού πάλι έχει ένα όνομα που αρχίζει από Π και είναι θεόρατο. Τον λέω λοιπόν απλά: "ο κύριος Πι". Η γυναίκα (έτσι λένε οι άνθρωποι τα θηλυκά σαν εμένα) αντιστοίχως ονομάζεται Σ. Σαφώς πιο ευκολοπρόφερτο όνομα. Μερικές φίλες μου έχουν ονόματα που μοιάζουν με τα χρώματα στο τρίχωμά τους, όπως η Λεύκω και η Κανέλα Υποψιάζομαι ότι κι εδώ έχουν βάλει το χεράκι τους οι άνθρωποι. Αναρωτιέμαι αν θα άρεσε στους ίδιους να τους αποκαλούν σύμφωνα με τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, πχ ο Λευκός Καραφλός ή η Ασπρουλιάρα με Φακίδες. Αμφιβάλω.

Το ενδιαφέρον με το καινούριο μου σπίτι (μένω μόλις τέσσερις μήνες, αν όμως αναλογιστεί κανείς ότι αυτή είναι η μισή μου ζωή, ίσως το "καινούριο" να είναι καταχρηστικό) είναι η πληθώρα των ερεθισμάτων. Κάθε μέρα μαθαίνω κάτι καινούριο. Όπως τις προάλλες που έστρωσαν χαλιά. Ομολογώ ότι δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Αρχικά νόμισα ότι το κάνουν για να μπορώ να κάθομαι άνετα χωρίς να κρυώνω. Τελικά διαπίστωσα ότι κάθονται αυτοί και συνήθως διαβάζουν. Τώρα, το γιατί δε μ' αφήνουν να χρησιμοποιώ τους άδειους πια καναπέδες, εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο. Ο Γκρίζος λέει ότι οι άνθρωποι έχουν μια αρρωστημένη μανία με καθετί που θεωρούν ότι τους ανήκει. Ίσως σε αυτό να μην έχει άδικο, γιατί πριν μια βδομάδα που σκαρφάλωσα σ' ένα ράφι της βιβλιοθήκης για να ρίξω μια ματιά, άρχισαν πάλι τις φωνές εν χορώ. Αναγκάστηκα να κατέβω κακήν κακώς. Μα πως κάνουν έτσι; Νομίζουν ότι η γνώση είναι αποκλειστικά δικό τους προνόμιο; Τελοσπάντων, περίμενα να μου αδειάσουν τη γωνιά και βρήκα την ευκαιρία να περιεργαστώ μερικούς τίτλους στα βιαστικά. Μια απ' αυτές τις μέρες θα ανέβω στο παραπάνω ράφι, μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον.

Πάντως αυτή δεν είναι η μόνη παραξενιά που έχει ο Πι και η Σ. Μ' αφήνουν ν' αλωνίζω στο σπίτι όλη τη μέρα και το βράδυ που σκοπεύω να αναπαύσω το γατίσιο κορμί μου, με βγάζουν έξω, στα σκαλιά, ευτυχώς μαζί με το καλάθι μου. Τότε παίρνω ένα περίλυπο ύφος, σα να είμαι το πιο αδικημένο πλάσμα του κόσμου. Όχι πως στενοχωριέμαι ιδιαίτερα, αλλά έχω διαπιστώσει ότι αυτό τους προκαλεί ένα κύμα τύψεων, οπότε το εκμεταλλεύομαι καθώς είναι ακόμα ευκολότερο να μου κάνουν μικρές χάρες. Και οι μικρές χάρες δίνουν και μικρές χαρές, ό,τι δηλαδή χρειάζεται ένα ζωντανό του θεού για να ζει καλά. Φυσικά δεν κοιμάμαι όλα τα βράδια. Μόλις κλείσει η πόρτα και το αδιάκριτο βλέμμα των ανθρώπων αποτραβηχτεί, έρχεται η ώρα για μερικές ενδιαφέρουσες νυχτερινές περιπέτειες. Αν δε με μαρτυρήσετε, σας υπόσχομαι να σας μιλήσω γι' αυτές σε πρώτη ευκαιρία. Μέχρι τότε θα συνεχίσω να ζω τη γατίσια ζωή μου. Το αυτό επιθυμώ και δι υμάς.




Ειλικρινά δική σας
ΚΙΑΡΑ(πφφ!)

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

ΠΙΘΗΚΟΙ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΕΣ

Πρόσφατα πήρε το μάτι μου μια έρευνα που πραγματοποίησε κάποια επιστημονική ομάδα Ιαπώνων, προεξάρχοντος του καθηγητή Ματσουκάβα και η οποία είχε σα στόχο της τη διερεύνηση και σύγκριση της μνήμης σε ανθρώπους και χιμπαντζήδες. Να τι έκανε λοιπόν ο πονηρός ερευνητής: πήρε 3 εκπαιδευμένους χιμπαντζήδες και τους προέβαλε σε μια οθόνη υπολογιστή αριθμούς από το 1 έως το 9 σε μικρά κουτάκια και σε τυχαίες θέσεις που άλλαζαν κάθε φορά. Οι αριθμοί εμφανίζονταν για κλάσματα του δευτερολέπτου και κατόπιν έσβηναν αφήνοντας μόνο τα λευκά κουτάκια. Τα ζωντανά έπρεπε να θυμηθούν τη σειρά εμφάνισης των αριθμών- σημειώνω ξανά ότι άλλαζε κάθε φορά η θέση τους. Οι πίθηκοι είχαν να τα βάλουν όχι μόνο με τη δυσκολία του εγχειρήματος, αλλά και με τρεις φοιτητές που τους συναγωνίζονταν!

Αν βέβαια κέρδιζαν οι άνθρωποι δε θα έγραφα τώρα αυτό το σποτ, οπότε ευφυείς καθώς είστε καταλαβαίνετε ότι κέρδισαν οι πιο τριχωτοί από τους αντιπάλους και μάλιστα με ποσοστό επιτυχίας κοντά στο 85%, έναντι του ισχνού 49% του είδους μας! Επειδή η δύσκολη αυτή διαδικασία -αν δεν το πιστεύετε δοκιμάστε τη, εγώ δεν ξεπέρασα ποτέ το 60%, παρότι η μνήμη μου είναι ένα από τα λίγα πράγματα που δε με κάνουν να ντρέπομαι- απαιτεί αναμφισβήτητα ευφυΐα και ευστροφία, ο Ματσουκάβα βιάστηκε να συμπεράνει ότι ο άνθρωπος δεν είναι πιθανότατα το εξυπνότερο είδος στον πλανήτη Γη (για να μη μιλήσουμε για έξω απ' αυτήν!). Εδώ βέβαια αρχίζουν οι ενστάσεις και λέω να αναλάβω (αρχικά) το ρόλο του απολογητή του ανθρώπινου είδους. Πρώτον, αυτό που μετρήθηκε ήταν η κοντοπρόθεσμη μνήμη και τίποτε περισσότερο. Δε θα είχαμε τα ίδια αποτελέσματα αν μεταξύ της προβολής και της επιλογής μεσολαβούσαν πέντε λεπτά ή περισσότερο. Δεύτερον, η ευφυΐα είναι κάτι σαφώς πιο πολύπλοκο από την ευκολία αποστήθισης. Τρίτον, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικά είδη ευφυΐας (άλλη πχ η μαθηματική, άλλη η χωρική, άλλη η λεκτική κ.ο.κ.). Τέταρτον, οι χιμπαντζήδες είχαν εκπαιδευτεί για να ανταποκρίνονται στο συγκεκριμένο πείραμα (πιθανότατα με τελικό βραβείο μια λαχταριστή μπανάνα), ενώ δεν μπορώ να φανταστώ τους ηττημένους να υποβάλλονται σε μακρόχρονη εξάσκηση στο σπορ αυτό (αν και με τους Γιαπωνέζους δεν ξέρεις ποτέ...).


Αυτό που εξηγεί κατά την ταπεινή μου άποψη το ούτως ή άλλως εντυπωσιακό (ή οδυνηρό αν θέλετε) αποτέλεσμα του πειράματος, είναι η ικανότητα που έχουν αναπτύξει κάποια από τα πρώιμα πρωτεύοντα να ανταποκρίνονται άμεσα σε ερεθίσματα, που έχουν να κάνουν εν τέλει με την επιβίωσή τους. Φανταστείτε ένα λιοντάρι να επιτίθεται σε έναν πίθηκο. Η αντίδραση του υποψήφιου θύματος θα είναι ακαριαία και συνήθως αποτελεσματική: θα ανέβει στο πλησιέστερο δέντρο (κι αν έχει και όρεξη για πλάκα θα αρχίσει να πετάει και τίποτα καρύδες). Αντίθετα ένας άνθρωπος θα πρέπει να δαπανήσει μερικά δευτερόλεπτα ώστε να κατανοήσει τον κίνδυνο και να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει: να μείνει ασάλευτος, να προσπαθήσει να κρυφτεί, να αμυνθεί ή να τρέξει ( με το τελευταίο να προηγείται σαφώς στις προτιμήσεις των τηλεθεατών). Κοντοπρόθεσμα ο άνθρωπος είναι χαμένος. Μακροπρόθεσμα μαθαίνει να αντιπαρέρχεται τις διαιτολογικές προτιμήσεις των σαρκοβόρων (πχ φτιάχνοντας όπλα ή εκπαιδευτικές ταινίες τύπου "Ταρζάν").


Το πείραμα εν τούτοις παραμένει σημαντικό -κι εδώ τελειώνει η υπεράσπιση του ανθρώπου ή μάλλον της ευφυΐας του- και εξαιτίας ενός άλλου λόγου. Του ότι δηλαδή δείχνει προς την κατεύθυνση του επαναπροσδιορισμού της σχέσης μας με τη φύση και τα συστατικά της. Σαφώς και δεν είμαστε μόνοι μας στον κόσμο της εξυπνάδας, πόσω μάλλον στον κόσμο, σκέτο. Θα μου πείτε με το δίκιο σας, ένα τέτοιο πείραμα περίμενες για να το καταλάβεις; Όχι βέβαια, απλά το μυαλό μου (ασύντακτο όπως πάντα) πηδάει σε κάτι άλλο που άκουσα αυτές τις μέρες και έχει να κάνει με την συνδιάσκεψη για τις κλιματικές αλλαγές στο Μπαλί. Πολλάκις ειπώθηκε η φράση "να σώσουμε τον πλανήτη, να σώσουμε τη φύση" κτλ. Όπα ρε παιδιά! Γεμίσαμε σωτήρες! Αυτή η υπέρμετρη αλαζονεία μας, που δεν αποσβένεται ούτε κι όταν έχουμε (θεωρητικά) αγνές προθέσεις. Γιατί η θέση του "σωτήρα" προϋποθέτει και θέση κυρίαρχου ή κάποιου σε θέση ισχύος. Την οποία ισχύ ελάχιστοι έχουν την καλοσύνη να απεκδυθούν. Ε, λοιπόν φίλτατοι, ούτε ισχυροί είμαστε, ούτε και ο πλανήτης χρειάζεται να τον σώσουμε! Αυτό που χρειάζεται είναι να τον αφήσουμε ήσυχο! Και είναι σίγουρο ότι αν προχωρήσουμε σε μια καταστροφή παγκόσμιας κλίμακας, πράγμα πολύ πιθανό βάσει της ηλιθιότητας που μας διακρίνει(άκου 49%!), ο άνθρωπος δεν θα είναι καθόλου το τελευταίο είδος που θα εξαφανιστεί. Δεδομένου δε ότι οι συνθήκες δημιουργίας ζωής θα παραμείνουν (υδρογόνο, οξυγόνο, άνθρακας, άζωτο, κεραυνοί και υψηλή θερμοκρασία), τότε η ζωή θα επανέλθει αργά και σταθερά, τουλάχιστον για όσο θα ζει ο μεσήλικας ήλιος μας (και το "μας" δεν είναι κτητικό, αλλά φιλικό). Απλά, απλούστατα, η Γη (και όχι η Γη Μας) θα έχει αποβάλει τον άνθρωπο, όπως αποβάλεται ένα μισερό έμβρυο. Και ίσως τότε κάποιες μορφές ανθρωπιδών- όπως οι συμπαθείς χιμπαντζήδες του πειράματος- να έχουν την οξύνοια αλλά και την ευαισθησία να ζήσουν στη Φύση και όχι από τη Φύση.


Δεν ξέρω μάλιστα μήπως θα ήταν προτιμότερο να κάνουμε γαργάρα τον εγωισμό μας και να παραδώσουμε από τώρα τη σκυτάλη σε άλλα είδη Κι εμείς να την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια (σαν πίθηκοι ας πούμε) από τον πλανήτη. Σταματήστε τη Γη να κατέβω!

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

ΤΟ ΣΚΑΚΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΕΞΩ

Μιας και ξεκίνησα αυτή την ιστορία με τα σχόλια για το βασιλικό παιχνίδι, θα ήταν μάλλον παράλειψη να μην αναφέρω και κάμποσα ενδιαφέροντα που ειπώθηκαν από χείλη διασημοτήτων. Κάποια είναι βαρύγδουπα, κάποια άλλα απλά χιουμοριστικά, τα περισσότερα πάντως ευφυή και άρα αξιόλογα. Για μια ακόμα φορά δε θα χρειαστεί να σχολιάσω, πράγμα καθόλου ενοχλητικό αν το καλοσκεφτεί κανείς.
Σκεφτείτε, εξετάστε τα σχόλια αυτά. Και σχολιάστε τα, δεν είναι στο απυρόβλητο. Άλλωστε μια φράση εν είδει αφορισμού καταδεικνύει πρώτα απ' όλα το δείκτη ευφυϊας του σχολιαστή κι όχι πάντα το δείκτη αλήθειας του σχολίου.


-Η ζωή είναι σαν μια παρτίδα σκάκι :αλλάζει σε κάθε κίνηση (Κινέζικη παροιμία)

-Το σκάκι είναι μια θάλασσα, που το κουνούπι μπορεί να πιεί νερό και ο ελέφαντας να κολυμπήσει (Ινδική παροιμία)

-Αν οι ηγεμόνες δεν ξέρουν σκάκι, πως πιστεύουν ότι μπορούν να διοικήσουν το βασίλειό τους; (Χοσρόης Β')










-Η σκακιέρα είναι ο κόσμος, τα κομμάτια είναι τα φαινόμενα του Σύμπαντος, οι κανόνες του παιχνιδιού είναι οι Νόμοι της Φύσης και ο αντίπαλος είναι κρυφός. (Τ.Χάξλεϋ)
-Η ζωή είναι σαν το σκάκι, με μάχες, συναγωνισμούς, καλά και δυσάρεστα γεγονότα. (Β.Φραγκλίνος)






-Το σκάκι δεν είναι σαν τη ζωή, έχει κανόνες. (Μπ. Πάστερνακ)
-Η ζωή είναι πολύ μικρή για να παίξω σκάκι. (Λόρδος Βύρωνας)

-Για το σκάκι έχουν πει ότι δεν αρκεί μια ζωή για να ασχοληθείς μαζί του. Ναι, αλλά αυτό είναι λάθος της ζωής, όχι του σκακιού! (Γ.Ε.Νάπιερ)
-Δεν είναι όλοι οι καλλιτέχνες σκακιστές, αλλά όλοι οι σκακιστές είναι καλλιτέχνες. (Μ.Ντουσάμπ)







-Οι καινούριες ιδέες είναι σαν τα πιονάκια που προχωρούν μπροστά. Μπορεί να νικηθούν, αλλά μπορεί και να ξεκινήσουν ένα νικηφόρο αγώνα. (Γ.Β.Γκαίτε)




-Το σκάκι είναι ένα πραγματικό γυμνάσιο πνεύματος (Μπ. Πασκάλ)






-Γίνε σκακιστής, όχι πιόνι. (Ρ. Τσάρελ)

-Το σκάκι είναι μια γελοία ενασχόληση που κάνει τους τεμπέληδες να πιστεύουν ότι κάνουν κάτι πολύ έξυπνο, ενώ χάνουν το χρόνο τους. (Τζ.Μπ.Σω)

-Κάθε πιόνι είναι μια εν δυνάμει βασίλισσα. (Τζ.Μαίησον)


-Ο άνθρωπος είναι ένα παράξενο πλάσμα που, σαν το σκακιστή, νοιάζεται πιότερο για τη διαδικασία που θα πετύχει το στόχο του, παρά για τον ίδιο το στόχο. (Φ.Ντοστογιέβσκι)


-Δεν με δέχτηκαν στην ομάδα σκάκι λόγω του ύψους μου...(Γ.Άλεν)




-Ξέρετε, σύντροφε Πάχμαν, δεν μου αρέσει που είμαι υπουργός. Θα προτιμούσα κάτι πιο επαναστατικό, για παράδειγμα, να είμαι σκακιστής σαν εσάς. ("Τσε" Γκεβάρα)

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

ΚΑΙ ΟΙ ΣΚΑΚΙΣΤΕΣ ΣΚΕΦΤΟΝΤΑΙ

Είναι κάτι ανθρωπάκια, γερτά, μουλωχτά, συνοφρυωμένα, ρυτιδιασμένα, χαμένα στις σκέψεις τους, εντελώς αφηρημένα, με σιγανή φωνή, συνεσταλμένα, πάντα σοβαρά και σπανίως χαμογελαστα.

Αν κάπως έτσι σκέφτονται οι πολλοί για τους σκακιστές, να μη σας πω καλύτερα τι σκέφτονται οι σκακιστές για τους πολλούς! Έχω γνωρίσει παρ' όλα αυτά στο σκακιστικό σινάφι κάθε καρυδιάς καρύδι. Και όσο για τη φημολογούμενη εξυπνάδα των σκακιστών, τι να σας πω...Από ιδιοφυείς ανθρώπους μέχρι διανοητικά καθυστερημένους (κυριολεκτώ, αλλά ονόματα δε λέω) συναντάς πάνω από μια σκακιέρα. Και ψυχικά ασθενείς βεβαίως.

Υπήρξαν όμως και κάποιοι που με τις φράσεις τους έδειξαν ότι η σκακιστική σκέψη δεν περιορίζεται στα 64 τετράγωνα. Είναι συμβολική, πλατιά, με χιούμορ και ευαισθησία, με γνώση και σοφία, επιστημονική και καλλιτεχνική, με δυο λόγια γοητευτική. Έψαξα λίγο και βρήκα τις πιο διάσημες από αυτές τις σκέψεις ή τις εκφράσεις των ίδιων των σκακιστών. Διάσημες, τρόπος του λέγειν βέβαια, μιας και είναι γνωστές σχεδόν μόνο στους σκακιστικούς κύκλους. Αξίζει όμως να τις αναλογιστεί ο καθένας. Δεν θα μπω στον πειρασμό να τις σχολιάσω. Ελάχιστα χρειάζονται εξάλλου τα δικά μου σχόλια. Είναι αυτόνομες. Και αυτονόητες.


-Όταν δεις μια καλή κίνηση μην την παίξεις, κοίτα για καμιά καλύτερη (Ε.Λάσκερ)

-Στη σκακιέρα, αντίθετα με τη ζωή, το ψεύδος και η υποκρισία δεν επιζούν για πολύ

(Ε.Λάσκερ)

-Η απειλή είναι ισχυρότερη από την εκτέλεσή της (Α.Νίμτσοβιτς)

-Τα πιόνια είναι η ψυχή της παρτίδας (Α.Ντ.Φιλιντόρ)

-Νικητής είναι πάντα αυτός που κάνει το προτελευταίο λάθος (Σ.Ταρτακόβερ)


- Κανείς δεν κέρδισε την παρτίδα που εγκατέλειψε (Σ.Ταρτακόβερ)

-Τα λάθη είναι εκεί και περιμένουν να τα κάνεις (Σ.Ταρτακόβερ)








-Πριν το φινάλε οι θεοί τοποθέτησαν το μέσον της παρτίδας (Ζ. Τάρας)


-Δεν αρκεί να είσαι καλός παίκτης, πρέπει κάθε φορά και να το αποδεικνύεις (Ζ.Τάρας)


-Υπάρχουν δύο ειδών θυσίες: οι σωστές και οι δικές μου (Μ.Ταλ)






-Ένα κακό σχέδιο είναι προτιμότερο από το να μην υπάρχει σχέδιο (Φ.Μάρσαλ)


-Το σκάκι είναι σπορ. Όταν δεν είναι σπορ είναι επιστήμη. Και όταν δεν είναι ούτε επιστήμη είναι τέχνη. (Α.Κάρποβ)





-Ο καλός παίχτης είναι πάντα τυχερός (Χ.Ρ.Καπαμπλάνκα)








-Αν κερδίσω λέω ότι θυσίασα, αλλιώς παραδέχομαι ότι έκανα αβλεψία (Λ.Τολούς)

-Δεν πιστεύω στην ψυχολογία, πιστεύω στις σωστές κινήσεις (Ρ.Φίσερ)

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

ΜΥΛΑΙΔΗ

Aye-aye! Πάλι εδώ είσαι Μυλαίδη; Πάλι εδώ; Νόμιζα πως σε τούτη την ποντικότρυπα δε θα με έβρισκες. Και πλησιάζεις τόσο αθόρυβα Μυλαίδη, που με τρομάζεις. Κάποτε άκουγα τσεκίνι να πέφτει στη θάλασσα από την πλώρη ίσαμε την πρύμνη. Τώρα πια δε με βοηθάει η ακοή μου. Ίσως και να συνήθισε από τα σουρσίματα του λιμανιού. Ας είναι.

Τράβα εκείνο το βαρέλι Μυλαίδη, κάθισε, δεν περιμένω κανέναν. Κανείς πια δε με θέλει στο πλήρωμά του. Τι να τον κάνουν ένα γέρο- παράλυτο, που τα χέρια του τρέμουν περισσότερο κι απ' τις αντένες στο μαϊστρο; Χα-χα! Τα χέρια του, λέω! Έχεις δίκιο να χαμογελάς Μυλαίδη κοιτώντας τούτο το γάντζο που ξεπροβάλει από το βρώμικο μανίκι μου. Έχω μήνες να τον αλείψω λαρδί. Σκούριασε κι αυτός σαν την ψυχή μου. Κέρασέ με ένα κρογκ Μυλαίδη, δε μπορώ να μιλώ με στεγνό λαρύγγι.

Aye-aye! Πουτάνας γιος αυτός ο κάπελας! Στον απόπατο τον γεμίζει τον τσίγκο του. Καταραμένος να' ναι! Κι αυτός κι όλοι οι μεθύστακες εδώ μέσα. Τους βλέπεις Μυλαίδη; Όλοι κάνουν πως δε μας βλέπουν. Κι όμως ρίχνουν λοξές ματιές και χασκογελάνε πίσω από τα κιτρινισμένα γένια τους. Μη νομίζεις Μυλαίδη, κι αλλού το ίδιο είναι. Σε όλα τα καταγώγια του λιμανιού. Δε με γελά εμένα το μάτι μου.

Τι; Aye-aye! Μη με κοιτάς έτσι Μυλαίδη, ξέρω τι σκέφτεσαι. Κάθε βράδυ γι' αυτό έρχεσαι και με ξετρυπώνεις Μυλαίδη. Μόνο γι' αυτό κι όχι για τη συντροφιά μου. Χα-χα! Τη συντροφιά μου, λέω! Λες και δε βρωμάω σα σάπιος μπακαλιάρος. Λες και τα χνώτα μου δε διώχνουν τους παπαγάλους. Λες και τα σάλια μου δεν έχουν αρχίσει να ξεφεύγουν από το μισόγερτο στόμα μου με τα σαπισμένα δόντια -όσα έχουν απομείνει, πάει να πει. Συντροφιά να σου πετύχει!

Aye-aye! Μη με κοιτάς έτσι Μυλαίδη, σε σκιάζομαι. Διάολε, θα με ακούσει και κανένα από τούτα τα κωθώνια και θα αναγκαστώ να του δείξω τι χρώμα έχουν τα άντερά του. Ξέρω γιατί με κοιτάς Μυλαίδη, ξέρω γιατί έρχεσαι. Κέρασε με ένα σιχαμένο κρογκ ακόμα και θα τα ξεράσω όλα, Μυλαίδη. Μπορώ ακόμα να τα βάλω με πέντε παληκαράδες και να τους χώσω τις σπάθες στον πισινό Μυλαίδη, αλλά μάρτυς μου ο θεός εκείνου του Εβραίου, δε μπορώ να τα βάλω με τούτο το βλέμμα. Ένα κρογκ μόνο να ποτίσω τα μουστάκια μου και θα' χεις την αλήθεια που ζητάς τόσον καιρό.

Εντάξει Μυλαίδη, τον είχα δει. Ήμουν βαρδιάνος εκείνο το σούρουπο και μισοκρεμόμουν στα ξάρτια, όταν τους είδα. Η Ανναμπέλλα είχε γλιστρίσει από το κατάρτι και αιωρούνταν στο κενό. Αυτός στεκόταν από πάνω της. Αρκούσε να σκύψει και να την τραβήξει από τον ντελικάτο καρπό. Μα δεν το έκανε. Κύλησαν μερικές στιγμές σαν το λάδι στην κλεψύδρα του καπετάνιου. Στο τέλος η Ανναμπέλλα ξέσφιξε τα δάχτυλά της. Άκουσα το γδούπο μόνο και τις φωνές στο κατάστρωμα. Ήμουν παγωμένος. Δεν κατέβηκα από πάνω, παρά μόνο αργά το βράδυ. Υπήρχε μια παράξενη σιωπή ανάμεσα στο πλήρωμα. Ηλιοκαμένα και χαρακωμένα πρόσωπα που κοιτούσαν μόνο στο σκοτεινό πέλαγος. Την άλλη μέρα τη δέσαμε στη σανίδα, τυλιγμένη στο πιο λευκό καραβόπανο που βρήκαμε. Μετά άρχισε το σούσουρο. Και το σούσουρο στο καράβι, το ξέρεις καλά Μυλαίδη, είναι χειρότερο κι απ' τις κραυγές.

Οι γυναίκες και οι γέρο-πειρατές μιλούν πολύ, ειν' αλήθεια. Να με συμπαθάς Μυλαίδη, μα θα φτάσω κι εκεί που θέλεις. Αν κόψεις το κρογκ και τις ιστορίες από τούτο το διαβολότοπο, Μυλαίδη, δε μένει παρά ένα τσούρμο ξεδοντιάρηδες κι ένα μάτσο πουτάνες. Λίγες μέρες μετά τον βρήκαμε τυφλό στο καμπούνι του. Κάποιος του έχωσε σίδερο στα μάτια την ώρα που κοιμόταν. Aye-aye! Τον είδα, Μυλαίδη. Είχαν απομείνει δύο πληγές που ανάβλυζαν πύον και δάκρυα. Δεν ήξερα ότι μπορούσαν κι οι τρύπες να δακρύζουν. Τα υποχθόνια μουρμουρητά σταμάτησαν.

Άλλοι υποστήριξαν ότι ο μικρός και όμορφος Πρίγκηπας, ο προστατευόμενός της, αυτός που ήταν το αντικείμενο του φθόνου του, είχε ξεπληρώσει λίγο από το αίμα της. Άλλοι πίστεψαν ότι πλήρωνε παλιές αμαρτίες, χρώσταγε στα χαρτιά, αυτό το ξέραμε όλοι. Κάποιος είπε ότι η Ανναμπέλλα είχε ανέβει από το μαύρο βυθό, τυλιγμένη στα φύκια, για να εκδικηθεί. Ο Εβραίος υποστήριξε ότι τυφλώθηκε μόνος του από τον πόνο της χαμένης του αγάπης. Μα αυτός ποτέ δεν την αγάπησε, μόνο τη ζήλευε. Ξέρω καλά Μυλαίδη, κανείς τους δεν είχε δίκιο.

Πως γυαλίζουν τα μάτια σου Μυλαίδη! Σαν να ψυλλιάστηκες τι ετοιμάζομαι να πω. Χα-χα! Να ψυλλιάστηκες, λέω! Το ξέρεις σίγουρα. Ω, ναι! Μα τα χίλια σκυλόψαρα των Σαργασσών, το ξέρεις, ότι το μόνο σίδερο που μάτωσε πάνω στο καράβι εκείνο το βράδυ, ήταν το σίδερο από τούτον εδώ το γάντζο!

Τελείωσε και τούτο δω το κάτουρο. Δεν πειράζει, τώρα τα είπα. Μη με ρωτήσεις τι απέγινε εκείνος. Δεν έμαθα ποτέ. Σαν και μένα θα τριγυρνά από καπηλειό σε καπηλειό και θα ζητιανεύει για μια σταγόνα μπύρα. Και κάτι ακόμα. Όλοι μας κοιτούσαμε αντρίκια την Ανναμπέλλα. Όλο το πλήρωμα, από τον καπετάνιο μέχρι τον τελευταίο μούτσο. Μα κανείς μας δεν είχε τα κότσια να την αγγίξει. Όμως σε όλο το μπουλούκι μόνο η δύσμοιρη αφεντιά μου είχε την ατυχία να την αγαπήσει.

Σηκώνεσαι Μυλαίδη; Φεύγεις κιόλας; Ούριο άνεμο σου εύχομαι Μυλαίδη, εγώ θα καθίσω. Νομίζω ότι έχω ακόμα δυό τσεκίνια στην τρύπια τσέπη μου. Θα αγοράσω λίγη ακόμα λησμονιά. Στο επανειδείν Μυλαίδη Ανναμπέλλα!
..................................................................................................................
Αφιερωμένο στην composition doll, όθεν και η έμπνευση (σχεδόν κλοπή δηλαδή, αλλά πειρατής είμαι, για το Θεό!).

Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2007

ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΦΩΤΙΑΣ

Γιατί πάντα έτσι ήταν. Από τη μια το σίδερο κι από την άλλη τα λουλούδια.






Γιατί όποιος δεν θυμάται την ιστορία του είναι υποχρεωμένος να την ξαναζήσει.



Γιατί κάποια συνθήματα δε σβήνουν από τους τοίχους όσο κι αν τα ξύνουν μανιασμένα.

Γιατί υπάρχουν γενιές που στερήθηκαν τον αγώνα.



Γιατί ακόμα κι αν κάποιοι εξαργύρωσαν τη φήμη τους, έκαναν άλλους κοινωνούς.



Γιατί πάντα ζητάς κάτι για να ανατριχιάζεις.



Γιατί κάποιοι τόποι είναι καθαγιασμένοι.





Γιατί τότε ήμουν δύο ετών και μακριά...κι όμως ξενύχτησα γύρω από τις φωτιές που άναβαν οι καρδιές, κρέμασα τη φωνή μου πάνω στα κάγκελα, κυνηγήθηκα εγώ και το όνειρό μου στους γύρω δρόμους και -ντρέπομαι που το λέω- εκεί ερωτεύτηκα για πρώτη φορά, μια γυναίκα που έμοιαζε με φλόγα . Ελευθερία νομίζω την έλεγαν.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

ΒΙΒΛΙΑ

Το τηλέφωνο έχει πάψει από καιρό να χτυπάει. Το έχω αποσυνδέσει. Έτσι κι αλλιώς, θα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο να ανακαλύψω την πηγή του υπόκωφου κουδουνίσματος κάτω από τις ατελείωτες στοίβες βιβλίων. Ήταν ο τελευταίος συνεκτικός κρίκος μου με την εξωτερική πραγματικότητα και ομολογώ ότι τον έκοψα με ευχαρίστηση.

Πάνε δεκαπέντε, ίσως δεκάξι μήνες από τότε που έμαθα για την ασθένεια. Ένας καθωσπρέπει γιατρός με περιποιημένο μούσι και γυαλιά με χρυσό σκελετό μου είχε χαμογελάσει παρηγορητικά πριν αρχίσει να μου εξηγεί για το πως ένα κύτταρο τρελαίνεται ξαφνικά και αντίθετα με τις επιταγές της φυσιολογίας αρχίζει να πολλαπλασιάζεται ξανά και ξανά. Άναρχα, επαναστατικά, ανερώτητα και κυρίως με σπουδή. Τον κοιτούσα αμίλητος και θυμάμαι ότι αισθανόμουν οίκτο. Σα να ήταν αυτός ο ίδιος ο ασθενής. Ή ίσως πάλι και για το επάγγελμά του που κουβαλάει τις ενοχές των κακών μαντάτων. Στο τέλος είχα χαμογελάσει αχνά, αρνούμενος τις προτεινόμενες "θεραπείες" και είχα αποχωρήσει από το πολυτελές γραφείο διακριτικά. Μέχρι να φτάσω στην έξοδο το είχα αποφασίσει.

Όσο ανασύρω θραύσματα από το κελάρι της μνήμης μου τόσο περισσότερο πιστεύω ότι διάβαζα ανέκαθεν. Δε μπορώ να θυμηθώ τον εαυτό μου χωρίς να κρατάει ένα βιβλίο. Όμως ποτέ στο παρελθόν τα διαβάσματα μου δεν είχαν αυτή την πυρετώδη προσήλωση των τελευταίων μηνών. Ήταν εκείνη η ιατρική ανακοίνωση που με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο πολύτιμο χρόνο είχα χάσει. Έπρεπε να βιαστώ. Ήταν ανάγκη να τρυπήσω το κουκούλι της γνώσης που κρεμόταν από πάνω μου αιώνες τώρα. Όφειλα να ψάξω, έστω και τώρα στα στερνά, το εν υπνώσει φτερούγισμα της πεταλούδας, που έκρυβε μέσα του.

Είχα αρχίσει από εκείνη τη μέρα να παραγγέλνω βιβλία. Όλο και περισσότερα βιβλία. Χωρίς κάποια υποτυπώδη στόχευση, χωρίς σχέδιο και κυρίως, χωρίς μέτρο. Η βιβλιοθήκες μου είχαν ξεχειλίσει καιρό πριν. Τα βιβλία είχαν ξεχυθεί σε κάθε έπιπλο του σπιτιού. Αλλά τώρα απλώνονται ανεξέλεγκτα παντού. Στα ντουλάπια, στο κρεβάτι, στο πάτωμα. Χάρτινοι πύργοι υψώνουν φράγματα καταμεσής στο σπίτι. Αναγκάζομαι πια να ανοίγω στενές διαβάσεις ανάμεσα στα τείχη των σελίδων.

Τρώω ελάχιστα. Κοιμάμαι λιγότερο. Τον υπόλοιπο χρόνο διαβάζω. Διαβάζω και πονάω. Μερικές φορές χάνω μέσα στο δάσος των τόμων το βιβλίο που διάβαζα τελευταίο. Δεν μπαίνω στον κόπο να το ψάξω. Αρχίζω ένα άλλο γρήγορα. Διαβάζω δύο, τρία ή και τέσσερα βιβλία τη μέρα. Δεν είναι αρκετά. Είναι απελπιστικά αργός ρυθμός. Το μόνο παρήγορο είναι ότι βυθίζομαι στην ανάγνωση. Και τότε δεν πονάω. Η ιαματική δράση των βιβλίων μου είχε αποκαλυφθεί από χρόνια. Αυτό που δε λέει να μου αποκαλυφθεί είναι η βαθιά αλήθεια. Αυτή που κάπου μέσα στα κείμενα θα πρέπει να παραμένει κρυμμένη. Η αλήθεια για τη ζωή. Ή αυτή για το θάνατο. Το ίδιο είναι.
Καμιά φορά επιτρέπω στον εαυτό μου την πολυτέλεια του στοχασμού. Αποξεχνιέμαι και αναλογίζομαι τη θέση μου. Θα φαινόταν παράδοξη τόση βιβλιομανία σε κάποιον απλό άνθρωπο. Ίσως ακόμα και στο σύνολο των ανθρώπων. Γιατί έχουν μάθει να διαβάζουν με το νου, όχι με το είναι. Έχουν συνηθίσει να μελετούν την ύπαρξη κι όχι την ουσία. Την περίπτωσή μου θα τη χαρακτήριζαν απαξιωτικά κλινική. Δε με πειράζει. Άλλωστε οι άνθρωποι δε χωρούσαν ποτέ στη ζωή μου. Τώρα πια δε χωρούν ούτε στο σπίτι μου.

Δε μου έχει λείψει η δράση. Ούτε το γέλιο. Ούτε η συμπόνοια, η φιλία, η αγάπη. Τα έχω δίπλα μου όλη την ώρα. Τι κι αν είναι μόνο λέξεις; Οι λέξεις δομούν τον κόσμο. Κι αυτές μπορούν να τον αποδομήσουν φτιάχνοντας νέους κόσμους. Σ' αυτούς ζω εδώ και μήνες. Κι αυτό είναι αρκετό. Τι λέω, είναι κάτι περισσότερο από αρκετό. Είναι το μόνο που μου απομένει.

Που μπορεί να φωλιάζει όλη η αλήθεια; Σε ένα φιλοσοφικό σύγγραμμα; σε ένα θεολογικό κείμενο; σε μια ιστορική καταγραφή; σε ένα απόφθεγμα; σε μια βαθυστόχαστη φράση; Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά όλο και περισσότερο διαισθάνομαι να πλησιάζω. Νιώθω το γλυκό μυρμήγκιασμα της αποκάλυψης να κοντεύει. Μετά το χάνω ξανά. Πεισμώνω και ξαναβουτάω στα βαθιά. Χάνομαι στις λαβυρινθώδεις οδούς των λέξεων. Τις βλέπω να φωτίζονται αργά και μετά να ξανασκοτεινιάζουν. Είναι βασανιστικό. Και είναι ηδονικό. Ω! ναι. Νιώθω ότι είμαι κοντά.

Τις τελευταίες μέρες έχω γίνει βάναυσος με τα βιβλία. Μερικά είναι κουραστικά αδειανά. Τα πετάω άτσαλα από δω κι από' κει. Άλλα είναι γεμάτα φληναφήματα. Τσαλακώνω τις σελίδες τους με βιάση, χωρίς υπομονή. Προχτές δεν έβρισκα πουθενά το τασάκι κι έσβησα το τσιγάρο μου πάνω σ' ένα απ' αυτά. Έμεινε λίγη στάχτη και μια άσχημη μαύρη ουλή στο χοντρό εξώφυλλο. Κάτι δεν πάει καλά. Ίσως είναι αυτή η ιδέα που έχει τρυπώσει στο μυαλό μου. Μα που βρήκε χώρο να σταθεί;

Χτες δεν κοιμήθηκα καθόλου. Το παράξενο δεν είναι αυτό. Είναι το ότι δεν μπορώ πια να διαβάσω. Πιάνω ένα βιβλίο και το ξεφυλλίζω απαθώς. Οι σελίδες μοιάζουν λευκές, άγραφες. Για όλα φταίει αυτή η ιδέα.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος καταλαβαίνει το τέλος του όταν αυτό πλησιάζει. Τώρα ξέρω ότι έχουν δίκιο. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Βλέπω όμως τη διαφορά στα πολυφορεμένα ρούχα μου. Απίσχνανση, θα έλεγε ένας γιατρός. Κι εγώ θα χαμογελούσα πικρά. Γιατί ξέρω ότι είναι η ιδέα που με κατατρώει. Μπήκε μέσα μου ύπουλα και αιφνιδιαστικά. Είναι η υπόνοια της μη ύπαρξης αλήθειας. Είναι το θεμέλιο της ματαιότητας. Κάθε λεπτό που περνάει σιγουρεύομαι περισσότερο. Όχι, η αλήθεια δεν ήταν αυτό το μικρό φως που πολλές φορές πλησίασα. Δεν ήταν αυτή η τρεμάμενη φλόγα, σαν από πυγολαμπίδα, που ατέρμονα στριφογύριζα γύρω της, χωρίς να την αγγίζω. Γιατί πως ν' αγγίξω αυτό που δεν υπάρχει;

Στο δωμάτιο έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Δεν έχω κουράγιο να ανάψω τα φώτα. Ούτε απέξω, ούτε μέσα μου. Τώρα το ξέρω. Η γνώση δε βρίσκεται στα βιβλία. Δεν είναι το καλά κρυμμένο μυστικό που λαχταρούσα να ανασύρω στο φως. Τα βιβλία, αυτά που τώρα με αγκαλιάζουν με τις σκιές των όγκων τους, δε φυλάνε την αλήθεια. Σε απομακρύνουν από αυτή. Και τότε που βρίσκεται η αλήθεια; Παντού. Έξω. Στα μη βιβλία. Πιάνω τον εαυτό μου να ψιθυρίζει.

Νιώθω να ζεσταίνομαι σα να έχω πυρετό. Κάτι με πνίγει, σαν σκόνη. Θέλω να βήξω. Ασφυκτιώ. Τινάζομαι και παραπατώντας φτάνω στη μπαλκονόπορτα. Την ανοίγω με δυσκολία. Είχε μήνες ν' ανοίξει. Βγαίνω στον έξω κόσμο. Μια ριπή αέρα μου γδέρνει το πρόσωπο. Παίρνω βαθιές ανάσες που μου καίνε τον ουρανίσκο. Ζαλίζομαι για λίγο, μα η ζάλη περνά. Μπαίνω αργά στο δωμάτιο. Μια αποφορά με χτυπά. Είναι άραγε από τα βιβλία που πήραν να σαπίζουν;

Πρέπει να τα ξεφορτωθώ όσο έχω ακόμα καιρό. Βουτάω την πρώτη στοίβα. Βγαίνω στο μπαλκόνι και λαχανιασμένος αρχίζω να τους ξεσκίζω τη σάρκα. Πετώ τα χαρτιά στο δρόμο. Η μια σελίδα πίσω από την άλλη αιωρείται για λίγο στον αέρα σαν αναποφάσιστος γλάρος και μετά βουλιάζει με ένα άηχο λίκνισμα στο κενό. Κι άλλο βιβλίο. Κι άλλη στοίβα. Ο αέρας απομακρύνει τα φύλλα χαρτιού, τα στροβιλίζει κοροϊδευτικά, τα ρίχνει στο βρώμικο πεζοδρόμιο. Για πολλές ώρες το μπαλκόνι μου φυλλορροεί. Ο ορίζοντας έχει γεμίσει λέξεις. Κι έχω πολλά να σκοτώσω ακόμα.
.....................................................................................................................................
Ένας νεαρός άντρας προχωρά με τα χέρια στις τσέπες του μπλουτζήν, μέσα στο μισοσκόταδο. Προσπαθεί να σκεφτεί κάτι ευχάριστο μα δεν τα καταφέρνει. Το μυαλό του επιστρέφει διαρκώς στη φυλακή. Ο μέντορας του στις διαρρήξεις βρίσκεται δυο βδομάδες εκεί. Αισθάνεται μόνος. Ξαφνικά στρίβοντας σε μια γωνιά βλέπει το δρόμο στρωμένο με σελίδες βιβλίων. Κοιτάζει παραξενεμένος τριγύρω και εύκολα ανακαλύπτει την πηγή της αλλόκοτης βροχής. Μένει για κάμποσο ακίνητος παρακολουθώντας μια τον άντρα στο μπαλκόνι και μια τις χάρτινες νιφάδες που έχουν καλύψει δρόμο, πεζοδρόμια, αυτοκίνητα, δέντρα, τα πάντα. Μερικές απ' αυτές έρχονται προς το μέρος του. Σκύβει και μαζεύει μια σελίδα. Τη διπλώνει και τη βάζει στην τσέπη του δερμάτινου του. Διασχίζει τον ήσυχο δρόμο και απομακρύνεται. Ίσως και να χαμογελά, αλλά ποιος ξέρει, έτσι βιαστικά που φεύγει;

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007

Ο ΑΝΤΙΠΑΛΟΣ


Στύλωσα τα μάτια μου προς την απέναντι πλευρά του τραπεζιού. Αυτός ήταν εκεί, θαρρείς από πάντα. Για απειροστή φορά προσπάθησα να τρυπήσω με το βλέμμα το σκοτάδι που κάλυπτε το πρόσωπό του, παρότι ήξερα εξαρχής ότι ήταν μάταιος κόπος. Μια λάμπα γερμένη προς εμέ άφηνε να φωτίζεται μόνο το τραπέζι και η σκακιέρα που μας χώριζε.
Μόνο τα χέρια του έχω δει, σαν από κερί, σαν από κάποιο απόκοσμο αμάλγαμα, να κινούν τα κομμάτια από σκαλιστό ξύλο από καιρό σε καιρό και μετά να επιστρέφουν ξανά στο σκοτάδι. Τα χέρια του και ο καπνός του τσιγάρου του είναι τα μόνα πράγματα που αφήνει να ξεφύγουν από τον ιστό της σκιάς. Πόσο με ενοχλούσε κάποτε αυτός ο καπνός. Έχουν όμως περάσει ώρες, μέρες και χρόνια από πάνω μου, από πάνω του, αφήνοντάς μας πάντα κάτω από το κίτρινο φως της λάμπας, με μόνο εμπόδιο μα και μόνη γέφυρα ανάμεσά μας τη σκακιέρα.
Οι παρτίδες μας συχνές και επαναλαμβανόμενες. Εγώ πάντα με τα λευκά κι αυτός πάντα με τα μαύρα. Σαν ο δυϊσμός αυτός ν' αντανακλά τη φύση του καθενός μας, τις αντιθέσεις του φωτός στο δωμάτιο, το καλό και το κακό που ενσαρκώνονται στα ασπρόμαυρα τετράγωνα. Τόσα χρόνια αντίπαλοι και ποτέ δεν άκουσα μια λέξη από το στόμα του. Δεν ξέρω καν αν έχει στόμα, δεν ξέρω αν έχει πρόσωπο. Στην αρχή ήμουν σαστισμένος καθώς οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις μου καταπινόταν από ένα μαύρο πηγάδι. Μα με τον καιρό συνήθισα να μένω κι εγώ σιωπηλός. Η μόνη επικοινωνία μας είχε να κάνει μόνο με τις κινήσεις στη σκακιέρα. Ήταν ο δικός μας κώδικας, ο μόνος τρόπος για να καταλαβαίνω, έστω συγκεχυμένα, πως σκεφτόταν. Πίσω από τις παρτίδες μας κρυβόταν μια τιτάνια ψυχολογική διαμάχη, μια σύγκρουση θεωριών, ίσως και φιλοσοφίας ή mondus vivendi.
Οι παρτίδες αυτές μου επέτρεψαν από την πρώτη στιγμή να κατανοήσω ότι δεν είχα να κάνω μ' έναν συνηθισμένο αντίπαλο, αλλά με ένα πλάσμα πονηρό, υποχθόνιο, ύπουλο και μοχθηρό. Χαιρέκακο σε κάθε λάθος μου, στρυφνό σε κάθε δικό του. Αρεσκόταν να στήνει παγίδες σα φίδι που ενεδρεύει, του άρεσε να παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι, να τρομάζει και να προκαλεί. Πολλές φορές αναρωτήθηκα ποιος μεφιστοφελικός δαίμονας κρυβόταν πίσω από το μαύρο στρατό. Αλίμονο! αυτή η σκέψη επιδρούσε στις αποφάσεις μου στη σκακιέρα.
Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι αυτές οι παρτίδες είχαν ζωηρό αντίκτυπο στην κανονική μου ζωή. Όταν νικούσα όλα φαινόταν -και, ανατριχιάζω που το λέω, ήταν- ευνοϊκά. Η επόμενη μέρα μου επιφύλασσε ευχάριστα γεγονότα, επιτυχίες, ανεμελιά, χαμόγελα. Όταν όμως έχανα, η πνευματική μου συγκέντρωση και η ψυχική μου ηρεμία γινόταν κουρέλι, με αποτέλεσμα η κοινωνική μου ύπαρξη να βολοδέρνει από τις κακοτυχίες και τελικά να ναυαγεί στα βράχια της απογοήτευσης.
Ήταν πράγματι μια επώδυνη διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή το σκακιστικό αποτέλεσμα έπαιζε το ρόλο του βαρόμετρου της ευτυχίας ή της δυστυχίας μου. Και τότε άρχισε να λαμπαδιάζει μέσα μου το πάθος. Το σκάκι δεν ήταν πια ένα απλό διασκεδαστικό παιχνίδι, αλλά έγινε για μένα ο υπέρτατος αγώνας. Ήταν οι κινήσεις μου στη σκακιέρα της ζωής. Ακόμα χειρότερα, ήταν η πάλη για επιβίωση!
Το ίδιο πυκνό σκοτάδι που περιέβαλε τον αντίπαλό μου κάθε βράδυ τον προστατεύει και σήμερα. Όμως σήμερα η νύχτα θα είναι διαφορετική. Τον τελευταίο καιρό τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και αυτό οφειλόταν αποκλειστικά στις απανωτές ήττες μου από τον σκοτεινό μου συμπαίκτη. Σιγά σιγά το πάθος μου΄για το παιχνίδι έγινε αποστροφή. Σιχαινόμουν αυτόν που με κέρδιζε. Και η αποστροφή αυτή μέρα με τη μέρα γιγαντώθηκε σε ένα μίσος πρωτόγνωρο. Αυτό αλυσιδωτά είχε είχε άμεσο αντίκτυπο στη συγκέντρωσή μου στις παρτίδες και -μοιραία- στην ποιότητα του παιχνιδιού μου. Άρχισα να χάνω το διαυγές ορθολογικό μου στυλ και να επιδίδομαι σε φτηνές παγίδες. Χαμερπείς σκέψεις άρχισαν να ροκανίζουν και να κατατρώγουν τα θεμέλια της προσωπικότητάς μου και τα σκουλήκια των ποταπών αισθημάτων δε σταματούσαν να σέρνονται πάνω στη μουδιασμένη μου θέληση. Άλλαζα δραματικά κι έφταιγε γι' αυτό ο αντίπαλός μου. Ο σκοτεινός, υπόγειος, κακεντρεχής και τώρα πια τόσο μισητός αντίπαλος, που πάσχιζε δίχως άλλο να με φθείρει, να με διαβάλλει, να με ρουφήξει προς το σκοτάδι του.
Ναι, η αποψινή νύχτα θα είναι διαφορετική. Τυραννήθηκα πολύ τις τελευταίες μέρες, μα κατόρθωσα να ατσαλώσω τη θέλησή μου και να πάρω την κρίσιμη απόφαση. Και η απόφαση αυτή αναπαύεται στην τσέπη μου, υπομονετική, κρύα και μεταλλική. Άναψα τσιγάρο για να ηρεμήσω. Ο καπνός του αναμείχθηκε με τον καπνό απ' την απέναντι όχθη της σκακιέρας, σαν ανάσες σ΄έναν αποχαιρετιστήριο στερνό εναγκαλισμό. Αρχίσαμε την παρτίδα, μα το μόνο που σκέφτομαι είναι η παγωμένη αίσθηση στην τσέπη μου.
Το αποτέλεσμα στη σκακιέρα είναι άμεσο καθώς η θέση μου ολοένα χειροτερεύει. Σε λίγο θα γίνει απελπιστική. Άρχισα να τρέμω σαν να κρυώνω. Ο καπνός μου τσούζει τα μάτια, που πήραν να δακρύζουν. Κι ο αντίπαλος, οχυρωμένος στη βουβαμάρα του, να επιτείνει με δόλιες κινήσεις σαδιστικά το μαρτύριο. Δεν μπορώ να το ανεχθώ περισσότερο, έχει φτάσει η ώρα να τελειώνει το παιχνίδι. Τραβάω το όπλο γρήγορα και αποφασιστικά. Οπλίζω και σημαδεύω εκεί που θα πρέπει να βρίσκεται το κεφάλι του. Για μια στιγμή σκέφτομαι ότι θα πρέπει να με κοιτάζει με τα μάτια γουρλωμένα από την απορία. Θα ήθελα να δω αυτή την απορία να μεταλλάσσεται σε φόβο. Μα αποδιώχνω τις σκέψεις με ένα τίναγμα του κεφαλιού και, το τελευταίο δευτερόλεπτο πριν πατήσω τη σκανδάλη λυτρώνω το νου μου με την ικανοποίηση ότι τελειώνει η τελευταία μας παρτίδα.
........................................................................................................................................................................
Την επόμενη νύχτα δύο διαρρήκτες τρύπωσαν στο σπίτι. Όταν έφτασαν στο κλειστό δωμάτιο, βρέθηκαν μπροστά σε μια αλλόκοτη εικόνα. Μια σκακιέρα κομμένη στη μέση, με τα κομμάτια ακόμα στημένα, ήταν τοποθετημένη μπροστά σε έναν όρθιο καθρέφτη, στερεωμένο κάθετα στο δρύινο τραπέζι. Στα πόδια του τραπεζιού μέσα σε μια λιμνούλα αίματος, που το κιτρινιάρικο φως της λάμπας την έκανε να γυαλίζει ανατριχιαστικά, βρισκόταν πεσμένος ένας άντρας. Πλησίασαν αργά και προσεκτικά. Ο ένας από τους δύο τον σκούντηξε ελαφρά με το πόδι του, αν και το περίστροφο στο χέρι του πτώματος δεν άφηνε αμφιβολίες. Ο άλλος, ο νεώτερος, έμεινε με ανοιχτό στόμα να κοιτάζει το πρόσωπο του νεκρού. Ο πρώτος τον τράβηξε από το μανίκι κάνοντάς του νόημα να κουνηθεί. Μάζεψαν βιαστικά όσα τιμαλφή μπορούσαν να κουβαλήσουν και το ίδιο αθόρυβα όπως μπήκαν χάθηκαν στα σκοτεινά στενά. Στο νεαρό πήρε μερικές ημέρες να ξεχάσει εκείνο το παγωμένο πρόσωπο, το λερωμένο με ξεραμένο αίμα. Είχε κάτι ανεξήγητο, κάτι αταίριαστο. Δίχως άλλο θα ήταν εκείνο το παράταιρο χαμόγελο. Ένα χαμόγελο νίκης. Ή ελευθερίας.




Στο τέλος όμως λησμόνησε εκείνη τη νύχτα, σαν τίποτε απ' όλα αυτά να μην είχε συμβεί ποτέ.