Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

ΔΕΝ ΕΧΩ ΛΟΓΙΑ...

Δεν έχω στ' αλήθεια λόγια για να περιγράψω μια τέτοια φωτογραφία. Όχι, δεν έχω.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΠΙΟ ΠΟΛΛΕΣ ΚΙ ΑΠ' ΤΟΥ ΣΚΑΚΙΟΥ ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ...



Από καιρό σε καιρό ξυπνά μέσα μου μια παλιά αρρωστημένη συνήθεια που, όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να την αποβάλω απ’ τα μικράτα μου κι εδώ –και φοβάμαι πώς δεν θα τα καταφέρω ως το τέλος. Έτσι, σαν κλέφτης αναμνήσεων, σαν το φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, μερικά ήσυχα βράδια κάνω αθόρυβες εφόδους στην βιβλιοθήκη μου και ξεδιαλέγω παλιούς τόμους, βιβλία που έχω να αγγίξω χρόνια ή και δεκαετίες. Με την προσοχή και την επιμέλεια μουσειακού αρχειοθέτη τους αραδιάζω μπροστά μου και αρχίζω να εξασκώ το καταγέλαστο βίτσιο μου. Τους χαϊδεύω, από την πρόσοψη μέχρι την ράχη, ψαύω το πολυκαιρισμένο χαρτί και μετά πλησιάζω το πρόσωπό μου και εισπνέω την κλεισούρα τους. Ύστερα σκυφτός, ξεφυλλίζω τις ταλαίπωρες σελίδες και διαβάζω αποσπάσματα, σύντομα, κοφτά και αχόρταγα, λες και από στιγμή σε στιγμή κάποιος θα με συλλάβει να διαπράττω ένα ασύγγνωστο αμάρτημα. Στη μέση της ανάγνωσης κλείνω ξανά τον τόμο, ίσως με περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν, και καταδικάζω το κείμενο σε μερικές ακόμα δεκαετίες απομόνωσης.
Σπάνια συγκρατώ τα χωρία που τυχαίνει να συναπαντήσω σ’ αυτές τις νυχτερινές μου τυμβωρυχίες. Ωστόσο, ορισμένες ανατριχιαστικές στιγμές, οι λέξεις ξεπηδούν ασυγκράτητες από το χαρτί και ξεσηκώνουν ορυμαγδό αναμνήσεων. Θυμάμαι τότε αβάσταχτες λεπτομέρειες. Την ακριβή εποχή που πρωτοσυνάντησα το κείμενο, το που στεκόμουν, το τοπίο που χάρασσε η φαντασία μου πασχίζοντας να υλοποιήσει το ποιητικό σύμπαν (ή να το φέρει στα μέτρα της), σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και ανθρώπους που μου μίλησαν εκείνη την ημέρα και το τι ακριβώς μου είπαν. Ίσως και λόγω αυτού του παράδοξου και ακατανόητου καταρράχτη να κλείνω με βιάση το βιβλίο.

Κανονικά, μια τέτοια μυστικοπαθή -όσο και νοσηρή- τελετουργία, δεν θα έπρεπε να διαφέρει και πολύ από την διαδικασία του ανοίγματος παλιών κιβωτίων με μικροαντικείμενα ή με το ξεφύλλισμα παλιών άλμπουμ φωτογραφιών που αναπαύονται κάτω από δύο δάχτυλα σκόνη σε ένα ανθυγιεινό πατάρι. Κοιτάς, θυμάσαι φευγαλέα, χαμογελάς ή κατσουφιάζεις και τα ξαναχώνεις στη θλίψη της σκόνης τους, την ίδια στιγμή που αναρωτιέσαι γιατί στον διάβολο δεν τα έχεις πετάξει τόσον καιρό. Όμως το δικό μου βίτσιο με τα βιβλία είναι κάπως αλλόκοτο. Θαρρείς και οι μαίανδροι των ελίκων μου κρύβουν στις πιο σκοτεινές πτυχές τους άφθαρτες και αιώνιες τις πιο πολύτιμες εικόνες, τις πιο ερίτιμες λέξεις και φράσεις. Τόσο αιώνιες και τόσο καλά κρυμμένες που θα συνεχίσουν να βρίσκονται εκεί ακόμα και όταν εγώ δεν θα υπάρχω για να τις ξεθάψω. Μερικοί ίσως τώρα να γελάνε, αλλά εγώ τρομάζω. Γι’ αυτό και γίνομαι κλέφτης ενός θησαυρού που μου ανήκει, αλλά και δεν με έχει ανάγκη. Για να τον ξορκίσω.

Μεγάλη εισαγωγή, αν ήταν εισαγωγή. Υποψιάζομαι ότι οι φανατικοί σκακιστές θα έχουν εγκαταλείψει την ανάγνωση από ώρα. Ας με συγχωρήσουν, τόσες μυριάδες λέξεις, κάπου πρέπει να ξεσπάνε, σαν σουέλ.

Μόλις χτες βεβήλωσα για μια ακόμα φορά το χάρτινο μαυσωλείο μου. Και ένας από τους τόμους που έπιασα ήταν η «Θεία Κωμωδία». Σε αντίθεση με την «Κόλαση» και το «Καθαρτήριο», ο «Παράδεισος», πρέπει να ομολογήσω, με έκανε πάντα να βαριέμαι, παρότι, υποπτεύομαι ότι τον Ντάντε Αλιγκιέρι θα τον έφερνε κοντά στην έκσταση. Η σελίδα που άνοιξα ήταν η 562 της μετάφρασης του Καζαντζάκη. Πήγα να περάσω λαχανιασμένα το Άσμα ΚΗ’, αλλά με την άκρη του ματιού μου (και μετά με όλα μου τα μάτια, τα μέσα και τα έξω) διάβασα στους στίχους 91-93:

«Την πυρκαγιάν η κάθε σπίθα ακλούθαε
και πιο πολλές απ’ του σκακιού το πλήθος
διπλό καθένα αράδα αν λογαριάσεις (…)».

Πιο πολλές απ’ του σκακιού το πλήθος… Ο Δάντης μιλούσε για τις φωτιές στους ουράνιους κύκλους των αγγέλων. Τα τάγματα των αγγέλων ήταν αρίφνητα και συνάμα τόσο αιθέρια και όμορφα που γινόταν άφατα, απερίγραπτα. Ο ποιητής δεν μπορούσε αλλιώς να τα παρουσιάσει παρά μόνο παραλληλίζοντάς τα με την απειροσύνη του σκακιού. Τι σήμαινε όμως το «διπλό καθένα αράδα αν λογαριάσεις»; Έτρεξα με ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στις σημειώσεις. Κι εκεί χώθηκα μέχρι τον λαιμό στον παλιό θρύλο για τον εφευρέτη του σκακιού:

«Λέγεται πώς ο Πέρσης εφευρέτης του σκακιού, όταν τον ρώτησε ο Σάχης της Περσίας τι αμοιβή θέλει, αποκρίθηκε: Ένα σπειρί στάρι ολοένα διπλασιαζόμενο σε κάθε από τα 64 τετραγωνάκια του σκακιού. Ο Σάχης γέλασε για το ταπεινό δώρο, μα σαν έπιασαν να μετρήσουν το στάρι, βρέθηκε πώς όλη η Περσία δεν είχε τόσα σπειριά στάρι, δηλαδή 18.446.744.073.709.551.615»

Ακόμα κι όταν έκλεισα μετά από ώρα (με τον απαιτούμενο γδούπο) τον βαρύ τόμο, οι αναμνήσεις δεν είχαν κοπάσει. Θυμήθηκα τα σκαλιά του παλιού μου πατρικού, εκεί που στεκόμουν όταν το είχα πρωτοδιαβάσει, και που τώρα πια δεν υπάρχουν. Θυμήθηκα μια μυρμηγκοφωλιά που σκάλιζα με ένα κλαράκι, συλλογισμένος μετά την ανάγνωση. Θυμήθηκα την παλιά μου σκακιέρα (μια άθλια, πλαστική, μικροσκοπική και άβολη, με τρυπούλες και λειψά πιόνια που τα αντικαθιστούσα με ξεραμένη πλαστελίνη) πάνω στην οποία προσπαθούσα μάταια για μέρες να αραδιάσω σπυριά ρυζιού από ένα σακί στο μπακάλικο του πατέρα μου. Θυμήθηκα και το πουλόβερ που φορούσα. Και άλλες καταχωνιασμένες εικόνες που προτιμώ να τις κρατήσω έγκλειστες, πριν με πλακώσουν. Ήμουν έφηβος τότε. Αλλά και μετά τα τριάντα που ξανασχολήθηκα με τη «Θεία Κωμωδία» για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου, δεν το είχα προσέξει το συγκεκριμένο χωρίο. Ή δεν με είχε προσέξει αυτό.

Υπάρχουν συναισθήματα που περιγράφονται, κι άλλα που είναι καλύτερα να μην περιγραφούν, αν μη τι άλλο, γιατί σκουριάζουν στο πολύ φως. Κρατάω λοιπόν για μένα το (ασφαλώς ασήμαντο και αδικαιολόγητο για κάποιους άλλους) ρίγος και παραθέτω το παραπάνω απόσπασμα για μελέτη. Θυμίζω ότι ο Δάντης γεννήθηκε το 1265 και πέθανε το 1321, υπήρξε αστός (Γουέλφος) με ισχυρούς φίλους, σε μια συντεχνιακή κατά βάση ιταλική κοινωνία. Έζησε για πολύ καιρό εξόριστος, ενώ –φευ- ανήκε και στην συντεχνία των φαρμακοποιών. Κι όλα αυτά, για τους πραγματιστές, σημαίνουν ότι ο γνωστός μας θρύλος του Σίσσα ήταν επίσης γνωστός στην Ιταλία του 13ου αιώνα.

Το εξήγησα νομίζω, δεν ξέρω σε ποια άβυσσο του νου είχε κρυφτεί αυτό το κομμάτι μου, όπως δεν ξέρω σε ποια άβυσσο των στίχων του Δάντη είχε φωλιάσει αθέατο το σκάκι. Ίσως όμως τώρα πια κάποιοι να μπορούν να μου συγχωρήσουν το παλιό μου αγιάτρευτο βίτσιο. Κι εγώ υπόσχομαι ότι κάποτε θα τους διηγηθώ μια άλλη ιστορία, που θα έχω κλέψει από ένα άλλο σκονισμένο βιβλίο ένα ήσυχο βράδυ, σαν σωστός κλέφτης αναμνήσεων ή σαν το φάντασμα μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, μέσα στο ίδιο μου το νου.